- ξαγιάζω
- [ξάγι]1. (για μυλωνά) παίρνω μεγαλύτερη ποσότητα από αυτή που μού ανήκει για το άλεσμα τών δημητριακών που έκανα στον μύλο μου2. μτφ. παίρνω κάτι με ύπουλο τρόπο, κρυφά, δόλια, κλέβω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.